Δεν είναι απλώς άλλη γενιά, είναι επιζώντες.

Σκληροί σαν μπαγιάτικο ψωμί, γρήγοροι σαν την παντόφλα της γιαγιάς,
εκείνης που πετούσε με ακρίβεια λέιζερ.

Στα 5 τους καταλάβαιναν τη διάθεση της μάνας από τον ήχο του καπακιού στην κατσαρόλα.
Στα 7 είχαν τα κλειδιά του σπιτιού και οδηγίες:
«Έχει φαγητό στο ψυγείο. Ζέστανέ το, αλλά πρόσεχε να μην τα χύσεις όλα.»

Στα 9 μαγείρευαν μακαρονάδα για τα αδέλφια.
Στα 10 ήξεραν να κλείνουν το νερό και να ξεφεύγουν από τον σκύλο του γείτονα με κουβά στο κεφάλι.
Ήταν όλη μέρα έξω, χωρίς κινητό,
με πρόγραμμα: κρυφτό, χωράφι, ποδήλατο, επιστροφή με το σκοτάδι.
Τα γόνατά τους, γεμάτα πληγές και σημάδια χάρτης περιπέτειας.

Κι όμως, επέζησαν.
Οι γρατζουνιές γιατρεύονταν με σάλιο ή ένα φύλλο πλατανόφυλλο.
Και όταν γκρίνιαζαν, η απάντηση ήταν:
«Αν δεν έχει αίμα, δεν είναι τίποτα.»

Έτρωγαν ψωμί με ζάχαρη ή με λάδι.
Έπιναν από το λάστιχο του κήπου
ανοσία που σήμερα θα γινόταν μελέτη.
Αν είχαν αλλεργίες, κανείς δεν ασχολούνταν.

Ξέρουν πώς να βγάλουν λεκέδες από χόρτα, σάλτσα, μελάνι ή σκουριά.
Γιατί δεν έβγαινες έξω όπως κι όπως, ούτε για παιχνίδι.

Έχουν ζήσει πράγματα που μοιάζουν προϊστορικά:

– Ραδιόφωνο με κουμπί,
– Τηλεόραση ασπρόμαυρη,
– Πικάπ και δίσκοι βινυλίου,
– Κασετόφωνο, walkman, CD…

Και τώρα ακούν χιλιάδες τραγούδια από το κινητό,
αλλά νοσταλγούν τον ήχο της κασέτας που “έπαιρνε μπρος” με ένα στυλό.

Με το δίπλωμα οδήγησης στα χέρια, διέσχιζαν την Ελλάδα με Fiat 127:
χωρίς κλιματιστικό, χωρίς GPS, χωρίς ξενοδοχεία.
Μόνο με χάρτη της Shell και ένα τοστ τυλιγμένο σε αλουμινόχαρτο.

Έφταναν πάντα.
Χωρίς Google Translate. Με χαμόγελο και λίγες λέξεις σε ντοπιολαλιά.