Από τις αρχές της δεκαετίας του 1960 υπερίσχυσαν δύο βασικές επιλογές ως προς το φορμά ακρόασης.
Συγκεκριμένα, οι καταναλωτές είχαν τη δυνατότητα να επιλέξουν μεταξύ των καθιερωμένων δίσκων βινυλίου 45 ή 33 στροφών, καθώς και των μαγνητοταινιών οικιακής χρήσης. Στα τέλη της ίδιας δεκαετίας εμφανίστηκε παράλληλα η αναλογική κασέτα οκτώ καναλιών (8-track),
η οποία έκανε εμπορικό πάταγο, καθώς υπολογίζεται ότι το 1975 η αμερικανική βιομηχανία συγκέντρωσε πάνω από 580 εκατ. δολάρια μόνον από τις πωλήσεις συσκευών κασέτας τύπου 8-track.
Τα συγκεκριμένα μαγνητόφωνα κυκλοφορούσαν σε διάφορες παραλλαγές, είτε για φορητή είτε για σταθερή χρήση. Ενδεικτικό του ενθουσιασμού
των καταναλωτών γι’ αυτά είναι το γεγονός ότι ενσωματώθηκαν σε όλα τα νέα μοντέλα της Ford. Η συγκεκριμένη φίρμα θεωρείται η πρώτη στην ιστορία της αυτοκινητοβιομηχανίας που συμπεριέλαβε ποτέ τα 8-track στον περιφερειακό εξοπλισμό των αυτοκινήτων της. Την ίδια εποχή κατέφτασε και η πρώτη εμπορική συμβατική στερεοφωνική κασέτα τύπου «Dolbyized», η οποία αντικατέστησε σταδιακά όλα τα προηγούμενα αντίστοιχης φιλοσοφίας φορμά.
Έκτοτε οι καταναλωτές στράφηκαν αποκλειστικά στους δίσκους βινυλίου και στις νέες και, κυρίως, πιο εύχρηστες αναλογικές κασέτες.
Η πρώτη μορφή συμβατικής κασέτας για φορητή συσκευή εμφανίστηκε
το 1963 από τη Philips στην ετήσια έκθεση Berlin Radio Show. Μολονότι
το μέγεθος ήταν μικρό και η συνολική διάρκεια έφτανε έως τα 90 λεπτά,
η ηχητική ποιότητα ήταν αρκετά χαμηλή και δεν μπορούσε σε καμία περίπτωση να ανταγωνιστεί αυτήν των δίσκων.
Το μεγαλύτερο μειονέκτημα της συμβατι-κής κασέτας ήταν η παρουσία «φυσήματος» (hiss noise ή tape hiss), ατέλεια που το κοινό δεν αποδέχτηκε τελικά ποτέ, καθώς θύμιζε σε μεγάλο βαθμό την ακουστική ποιότητα των δίσκων γραμμοφώνου. Χρειάστηκαν επιπλέον επτά χρόνια έρευνας ωσότου κυκλοφορήσει η αποθορυβοποιημένη συμβατική στερεοφωνική κασέτα, η οποία εγγραφόταν μέσω της τεχνολογίας Dolby Νoise Reduction System (Dolby Type A), που παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το 1965 από τον Raymond Μ. Dolby (1933-2013). Η τεχνολογία του πρωτότυπου συστήματος με την ονομασία «Type A» αφορούσε αρχικά τα πολυκάναλα
μαγνητόφωνα εγγραφής, καθώς αυτά αναπαρήγαγαν υψηλά ποσοστά θορύβου. Έκτοτε το σύστημα Dolby καθιερώθηκε σε κάθε εγγραφή, μεταφορά ή αντιγραφή ταινίας.
Δεδομένου ότι τα αποτελέσματα αυτής της μεθόδου ήταν
άκρως εντυπωσιακά, η συμβατική κασέτα πήρε επάξια τη θέση της 8-track,
αφού ήταν μικρότερη σε μέγεθος, είχε δυναμικό εύρος μεταξύ 50-65dB και επανεγγραφόταν ιδιαίτερα εύκολα.
Το 1974, με την εμφάνιση της κασέτας χρωμίου-διοξειδίου (CrO2), η ποι-
ότητα εγγραφής βελτιώθηκε σημαντικά, ενώ το συνολικό δυναμικό εύρος
αυξήθηκε περίπου στα 70dB. Προς τα τέλη της ίδιας δεκαετίας κυκλοφόρησε η ταινία Metal IV, η οποία χρειαζόταν μαγνητόφωνο με auto-bias, προκειμέ-νου να αποκτήσει η εγγραφή μεγάλο δυναμικό εύρος με ακόμα χαμηλότερη στάθμη θορύβου από αυτή του χρωμίου. Παράλληλα με την επανάσταση του κασετοφώνου και της δυνατότητας ιδιωτικής αντιγραφής, διογκώθηκαν σε χρόνο ρεκόρ και τα ποσοστά παράνομης αντιγραφής, σχεδόν για κάθε είδος ρεπερτορίου.
Εκείνη την εποχή η αμερικανική μουσική βιομηχανία έχανε
περίπου 250 εκατ. δολάρια κάθε χρόνο μόνον από την παράνομη αντιγραφή κασετών. Η πρώτη ολοκληρωμένη νομοθεσία καταπολέμησης της παράνομης αντιγραφής θεσπίστηκε μόλις το 1972 από τη RIAA, ενώ ήδη από το 1951 είχαν ληφθεί αντίστοιχα μέτρα για την παράνομη ανατύπωση βινυλίων.
Το 1979 παρουσιάστηκαν από τη Sony τα πρώτα κασετόφωνα τσέπης,
γνωστά και ως «Walkman». Τα συγκεκριμένα κασετόφωνα ήταν στερεοφω-νικά, λειτουργούσαν με οικονομικές μπαταρίες, ενώ διέθεταν ενσωματωμένο ηχείο και μικρόφωνο. Οι δυνατότητες φορητής ακρόασης και εγγραφής που διέθεταν τα walkman δημιούργησαν νέες συνήθειες στους καταναλωτές, μετα-τρέποντάς τα πολύ γρήγορα σε απαραίτητα καθημερινά αξεσουάρ. Μάλιστα,το 1979 θεωρείται μία από τις σπουδαιότερες χρονιές στον τομέα του επαγγελματικού ήχου, καθώς τότε παρουσιάστηκε για πρώτη φορά η μέθοδος της ψηφιακής πολυκάναλης εγγραφής. Η ανάπτυξη της καινούργιας τεχνολογίας διήρκεσε δύο ολόκληρα χρόνια και πραγματοποιήθηκε από την εταιρεία 3Μ, σε συνεργασία με το τμήμα ερευνών του BBC.
Η Deutsche Grammophon ήταν από τις πρώτες δισκογραφικές εταιρείες
που έστρεψαν το βλέμμα τους προς την ψηφιακή εποχή, καθώς την ίδια χρονιά κιόλας απέκτησε το πρώτο σύστημα πολυκάναλης ψηφιακής εγγραφής DMS81 της εταιρείας 3Μ. Το συγκεκριμένο σύστημα, συνολικής αξίας 115 χιλιάδων δολαρίων, αποτελούνταν από δύο συγχρονισμένα ψηφιακά μαγνητόφωνα, 16 καναλιών το καθένα, και είχε δυνατότητα ταυτόχρονης εγγραφής 32 συνολικά καναλιών σε ταινία μιας ίντσας. Η ταχύτητα εγγραφής του DMS81 ήταν προκαθορισμένη στις 45ips (ίντσες ανά δευτερόλεπτο), εξασφαλίζοντας 45 λεπτά συνεχούς εγγραφής στα 50kHz/16bit (συχνότητα δειγματοληψίας ανά δευτερόλεπτο/μονάδα πληροφορίας δυναμικού εύρους).
Οι μπομπίνες εγγραφής (reels) είχαν διάμετρο 12,5 ιντσών (31,75 εκ.), ενώ τομήκος της περιτυλιγμένης ταινίας έφτανε τα τρία χιλιόμετρα.
Έναν χρόνο μετά η Deutsche Grammophon αποφάσισε να εγκαταλείψει
τη μαγνητική εγγραφή και για την καταγραφή των τελικών στερεοφωνικών μίξεων, καθώς χρησιμοποιούσε ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1970 το νέο σύστημα U-matic της Sony, το οποίο λειτουργούσε με αναλογικές κασέτες (τύπου VHS). Το ηχογραφικό τμήμα της Deutsche Grammophon ζήτησε εκείνη την περίοδο περισσότερες πληροφορίες από τις εταιρείες Philips και Sony, επειδή είχε πληροφορηθεί σχετικά με την κοινή έρευνα που διεξήγαγαν ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1970 γύρω από την εξέλιξη της τεχνολογίας
PCM (Pulse Code Modulation) –που αφορούσε τη μέθοδο ψηφιοποίησης δεδομένων από αναλογικά μέσα– για την κατασκευή του πρώτου ψηφιακού οπτικού δίσκου CDDA (Compact Disc Digital Audio) ή απλά CD. Στις αρχές του 1981 ο Akio Morita (1921-1999), συνιδρυτής της Sony, παρουσίασε τις ηχητικές δυνατότητες της νέας συσκευής στον Herbert von Karajan σε μία ειδική τελετή που έλαβε χώρα στο Ζάλτσμπουργκ της Αυστρίας. Στη συγκεκριμένη επίδειξη αποκαλύφθηκαν όλα τα πλεονεκτήματα που διέθετε το νέο μέσο αποθήκευσης ήχου, με σημαντικότερο αυτό της αδιάκοπης στερεοφωνικής αναπαραγωγής
για περίπου 60 λεπτά στα 44.1kHz/16bit.
Τα δύο σπουδαιότερα χαρακτηριστικά του CD ως προς την ηχητική απόδοση αφορούσαν το ευρύ συχνοτικό φάσμα, που κυμαινόταν από 20Hz-20kHz, καθώς και το υψηλό δυναμικό εύρος, που έφτανε περίπου τα 96dB. Οι απαιτήσεις του Karajan ως προς την πιστότητα της ηχητικής απόδοσης ήταν υψηλές, και ο ίδιος δύσκολα παρέκκλινε από τις εγγυημένες παραδοσιακές τεχνικές ηχογράφησης, που συμπεριλάμβαναν τη χρήση αναλογικού μαγνητοφώνου.
Κατά τις πρώτες ακροάσεις έμεινε ιδιαίτερα εντυπωσιασμένος από το ηχητικό αποτέλεσμα, όμως λίγο μετά διαπίστωσε ότι το νέο μέσο εγγραφής δεν είχε δυνατότητα αποθήκευσης για περισσότερα από 60 συνεχόμενα λεπτά, οπότε η 9η Συμφωνία, Op. 125, του Λούντβιχ βαν Μπετόβεν (Ludwig van Beethoven, 1770-1827) δεν θα μπορούσε ποτέ να εκδοθεί σε CD.
Κατά πάσα πιθανότητα, η διαπίστωση του Karajan αποτέλεσε και την κύρια
αιτία για την επιστροφή του επιστημονικού προσωπικού της Sony στα εργαστήρια, όπου λίγες εβδομάδες αργότερα κατασκευάστηκε ένας νέος ψηφιακός δίσκος, με επιπλέον 14 λεπτά χωρητικότητας.
Οι πρώτες ολοκληρωμένες δοκιμές εγγραφής του αναβαθμισμένου CD διαμέτρου 4,75 ιντσών (12,065εκ., στρογγυλοποιημένα 12 εκ.) και συνολικής χωρητικότητας 650MB, που εξασφάλιζαν έως και 74 λεπτά αδιάκοπης ακρόασης, άφησαν απόλυτα ικανοποιημένο τον Karajan, τους μηχανικούς ήχου, καθώς και την ίδια την εταιρεία, πουγνώριζε μια νέα εποχή απαράμιλλης ηχητικής ποιότητας.
Η πρώτη επίσημη ηχογράφηση που αποτυπώθηκε ποτέ σε CD πραγμα-
τοποιήθηκε για λογαριασμό της Deutsche Grammophon και περιείχε τη Συμφωνία των Άλπεων (Eine Alpensinfonie), Op. 64, του Ρίχαρντ Στράους (Richard Strauss, 1864-1949). Η ηχογράφηση ολοκληρώθηκε στα τέλη του 1981 με τη Συμφωνική Ορχήστρα Βερολίνου, ασφαλώς υπό τη διεύθυνση του Herbert von Karajan.
To CD τυπώθηκε στο εργοστάσιο της Philips, που, κατά σύμπτωση,
βρισκόταν αρκετά κοντά στο Αννόβερο, όπου 93 χρόνια νωρίτερα είχε τυπωθεί από τον Berliner ο πρώτος επίπεδος δίσκος γραμμοφώνου στην ιστορία της μουσικής βιομηχανίας.
Η πρώτη επίσημη εμπορική κυκλοφορία σε CD πραγματοποιήθηκε από
τη Philips στις 17 Οκτωβρίου 1982 με το άλμπουμ The Visitors των ABBA.
Τον Οκτώβριο του ίδιου έτους η Sony παρουσίασε την πρώτη εμπορική
συσκευή αναπαραγωγής με κωδικό CPD-101, η οποία ήταν αρχικά διαθέσιμη μόνο για την ιαπωνική αγορά. Έναν χρόνο μετά οι πωλήσεις τόσο επαγγελματικών (professional) όσο και οικιακής χρήσης (consumer) συσκευών ξεκίνησαν μαζικά και για τις υπόλοιπες χώρες. H EMI υιοθέτησε το CD μόλις το 1983, ενώ τρία χρόνια μετά εγκαινίασε το δικό της εργοστάσιο τύπωσης στο Σουίντον της Αγγλίας.
Το πρώτο CD που κατασκευάστηκε ποτέ στη νέα μονάδα παραγωγής
ήταν το θρυλικό άλμπουμ The Dark Side of the Moon των Pink Floyd, το οποίο είχε κυκλοφορήσει για πρώτη φορά το 1973 σε δίσκο LP.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου